Ο γάμος στα καλιαρντά, ως μια κρεμάλα που λαμβάνει χώρα μέσα στη βακουλή.

Άι σιχτίρ πια με τις κλαψομούνες. Τα νεύρα κρόσια μου κάνανε. Μα να σου τη πάρω την ιστορία απαρχής για να καταλάβεις κι εσύ γιατί τα νεύρα. Εγώ που λες με τη πολυκατοικία πάρε δώσε δεν είχα ποτές, δεν έχω και δε θέλω να έχω. Εξόν από τον διαχειριστή που του κάνω τα γλυκά μάτια και τον αφήνω να μου ακουμπάει το βυζί που 'φτιαξα (ωραιότατο) για να γλιτώνω λίγες μέρες στα κοινόχρηστα. Άλλα πάρε δώσε δεν έχω με κανένανε. Μέχρις που μια μέρα μου χτυπάει τη πόρτα η αποκατινή. Μια τριανταπέντε χρονών καλοβαλμένη δε λέω μα δεν τήνε λες και θεά όπως του λόγου μου.
-Κυρία Μαρίνα η Ασπασία είμαι μου ανοίγετε; μου λέει.
-Τι θέλει την τύχη μου μέσα, σκέφτομαι εγώ και της ανοίγω.
-Μήπως έχετε λίγη ζάχαρη γιατί ξέμεινα; μου λέει.
-Έχω πέρνα να σου δώκω, της λέω.
Τέσπα για να μη φανώ κι ότι δεν έχω τρόπους είπα να κάτσει να πιούμε καφέ που μαύρη η ώρα που το 'λεγα. Και με αρχίζει την ιστορία της ζωής της.
Αυτή που λες τα 'χε μ ένα γκόμενο κι εκεί που ήτανε όλα μέλι γάλα αυτός της την έκανε με μια άλλη. Καυγάδες, υστερίες, πήγε να κόψει τις φλέβες της η Ασπασία, να τονε παρακαλάει να γυρίσει πίσω. Τίποτε αυτός. Ξεμυαλισμένος.
Το ζώον η Ασπασία παρόλο που καταλάβαινε πως δεν τη γούσταρε πια εκεί, να του κλαίγεται συνέχεια να της κάτσει. Και να μου τα λέει όλα αυτά και να κλαίει το βούρλο. Και «αχ το μωρό μου που τόνε θέλω ακόμα» και «αχ που δε μπορώ να τόνε ξεπεράσω» και «αχ που τον αγαπάω» και «αχ που δεν υπάρχει άλλος κανένας σαν κι αυτόνε». Πανετόνε μου τάκανε που λέει κι η κατέ.
Ἐρε και τα παίρνω στο κρανίο και την εβάζω κάτω και της λέω:
-Δε μου λες μαρή ηλίθια δεν αφήνεις την κλαψομουνιά και να σηκωθείς να βαφτείς να φτιαχτείς και να γνωρίσεις άλλονε; Τόσοι είναι εκεί έξω σταβωμάρα έχεις και δεν τους βλέπεις;
-Δε μπορώ, μου λέει αυτή, τον αγαπάω.
-Τι τον αγαπάς μαρή τρελή και γιατί; Επειδής σε κεράτωσε τον αγαπάς;
Να μη στα πολυλογώ μετά από κείνη τη μέρα ήρθε κι άλλες τρεις φορές και ξανάμανα οι ίδιες κουβέντες. [...] Μα ρε πούστη μου ίχνος αξιοπρέπειας οι γκόμενες; Δε καταλαβαίνουνε πόσο ρεζίλι γίνονται; Δε σε θέλει μαντάμ μία δεν τόνε θέλεις δέκα. Με το που θα σου πει χωρίσαμε σβήνεις το τηλέφωνο του και πας γι' άλλα καλύτερα. Και προ παντός δεν έρχεσαι να πεις τις κλαψομουνιές σου στη Μαρίνα. Άσιχτιρ τα ξαναθυμήθηκα και ξανασυγχύστηκα…..
Πάω τώρα να τυλίξω το παγκρό γιατι το βράδυ έχω να πάω σε βακουλοκρεμάλα. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published