• Όταν θέλεις να ξεφορτωθείς κάποιον και του δίνεις κάτι όπως - όπως (βιαστικά).
  • Όταν προσφέρεις σε κάποιον εν γνώση σου κάτι χωρίς αξία, απαξιωτικά.

- Δώσ' του τώρα ένα παλιοτσίμπουκο και πάμε...
- Της έδωσα ένα παλιοτσίμπουκο και είμαι άνετος, νομίζει ότι είναι η θεά... Η ...
- Της έδωσα ένα παλιοτσίμπουκο και έφυγα... (απαξίωση)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified