σφουτζουρίζω ή σφετζουρίζω

Τα ρίχνω στη μούρη κάποιου, τον μουτζώνω, τα παρατάω.

  1. Τον βαρέθηκα κάποια στιγμή με τη τσιγγουνιά του και του τα σφουτζούρηξα στη μούρη.

  2. Τι κάθεσαι εκεί μέσα; Δεν τους τα σφετζουρίζεις όλα στη μούρη να ησυχάσεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified