γυρομπούκης, γυρωμπούκης

Στα καλιαρντά, είναι ο χουβαρντάς, ο γενναιόδωρος γλεντζές, αυτός που μπουκώνει τους γύρω του κατά την ερμηνεία του Ηλία Πετρόπουλου (Τα Καλιαρντά, 1971).

  1. Ένα πράμα έχω πάθει τελευταία και δεν ξέρω γιατί. Όλο εφιάλτες βλέπω. Θα μου πεις τρως αργά το βράδυ και πολύ. Ναι και πώς να κοιμάμαι νηστική; Έχεις ποτέ κοιμηθεί χωρίς φαί; Άσε που 'χα ένα τεκνό θεοκάλιαρντος ήτανε βέβαια ο κακομοίρης και δούλευε λαναρατζής μα ήταν καλιαρντοκαψούρης και γυρομπούκης κι είχε και μια… Μη το θυμάμαι τώρα γιατί με πιάνει τρέμουλο. Μα ένα λιόγερμα πάει να περάσει την Αχαρνών απέναντι και τον πάτησε το ηλεκτροποπιλόμπουσο. Αααααχ τι νόμισες. Χαροκαμένη είμαι. Κι άμα τον θυμάμαι στεναχωριέμαι και τρώω. (Αποκατέ).

  2. Τζεβέλω να σκριβάρω μια περιστέρα στο ματοτέμπο , για το γυρομπούκη γιάνκη , βιττιμάρη του κρουάκη θαλασσινού και του φιντελη αβοκάτο. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified