Από το also known as (a.k.a.)
Λέγεται προς αντικατάσταση του δηλαδή, λέγε με, βλέπε κλπ.
- Κάποιος, άκα εσύ, θα έχει το πρόβλημα τoυ με την ψηλή του όταν μάθει τα καμώματα μας χτες.
- Ρε, πώς θα πάμε το βράδυ;
- Άκα;
- Δεν έχω αμάξι, με άφησε η κουρέλα.