τζελάτης ή τζιλάτης

Βασανιστής, δήμιος, τύραννος (>τζελατεύω ή τζιλατεύω).

Η μαμά στο παιδί της που ενοχλεί το μικρό του αδελφάκι: Μη τζιλατεύεις το αδελφάκι σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified