λείξουρος ή λειξούρης, λειξουριά

Από το ρήμα λείχω=γλείφω. Χρησιμοποιείται στην Αναστασιά Σερρών. Σημαίνει άνθρωπος που του αρέσουν τα γλυκά και γενικά τά νόστιμα εδέσματα.

Μόνο με λειξουριές την έβγαλες σήμερα !!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified