λείξουρος ή λειξούρης, λειξουριά
Από το ρήμα λείχω=γλείφω. Χρησιμοποιείται στην Αναστασιά Σερρών. Σημαίνει άνθρωπος που του αρέσουν τα γλυκά και γενικά τά νόστιμα εδέσματα.
Μόνο με λειξουριές την έβγαλες σήμερα !!!
Got a better definition? Add it!
Published 2015-10-16 21:03:58+00:00 Last modified 2015-10-17 10:02:25+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.