pegging redirects here.

Όταν κάποιος γαμάει όχι με τη φυσική πούτσα του αλλά με τη βοήθεια στραπ-ον. Το κάνουνε μερικές λεσβίες μεταξύ τους, αλλά υπάρχουν και άντρες μαζόχες που το δέχονται από γκόμενες.

  1. - Καλά και αντέχει η Μαρία χωρίς άντρα;
    - Τι να σου πω; Μπορεί και να την στραπονιάζει η φίλη της ξερωγώ...

  2. Κρίμας τέτοιο παλληκάρι δύο μέτρα να κάθεται να τον στραπονιάζει η γκόμενα και να του αρέσει κιόλας...

Πίνακας του Edouard-Henri Avril που απεικονίζει στραπονιάσματα του 19ου αιώνα. (από Khan, 03/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified