υποκοριστικό του σκριπτ

- κομμάτι κωδικά γλώσσας προγραμματισμού (συνήθως μικρής έκτασης) γραμμένο σε γλώσσες με διερμηνέα (python, perl, bash κ.α.)

σκατά μπακάπ τράβηξε το σκριπτάκι σου, κάτσε ξαναγράψτο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified