υποκοριστικό του σκριπτ
- κομμάτι κωδικά γλώσσας προγραμματισμού (συνήθως μικρής έκτασης) γραμμένο σε γλώσσες με διερμηνέα (python, perl, bash κ.α.)
σκατά μπακάπ τράβηξε το σκριπτάκι σου, κάτσε ξαναγράψτο
Got a better definition? Add it!
Published 2016-03-06 21:35:41+00:00 Last modified 2016-03-06 22:41:47+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.