υποκοριστικό του σκριπτ
- κομμάτι κωδικά γλώσσας προγραμματισμού (συνήθως μικρής έκτασης) γραμμένο σε γλώσσες με διερμηνέα (python, perl, bash κ.α.)
σκατά μπακάπ τράβηξε το σκριπτάκι σου, κάτσε ξαναγράψτο
υποκοριστικό του σκριπτ
- κομμάτι κωδικά γλώσσας προγραμματισμού (συνήθως μικρής έκτασης) γραμμένο σε γλώσσες με διερμηνέα (python, perl, bash κ.α.)
σκατά μπακάπ τράβηξε το σκριπτάκι σου, κάτσε ξαναγράψτο
Got a better definition? Add it!
Λέξη πασπαρτού που χρησιμοποιείται για να κατονομάσει αντικείμενα ή συσκευές που είτε δεν έχουν όνομα είτε το αγνοούμε.
Συνήθως χρησιμοποιείται για αντικείμενα τα οποία εκπληρώνουν κάποιο σκοπό.
Πρβλ. και μαρκούτσι (και τα αναφερόμενα εκεί λήμματα).
Got a better definition? Add it!
λαλάκια: χρήματα, λεφτά. Χρησιμοποιείτε στην πάτρα.
«Τέλος τα λαλάκια, τέλος και η αγάπη», πατρινιά εγκατάλειψε το συνοδό της στην Κωνσταντινούπολη όταν έμεινε ρέστος
Got a better definition? Add it!