Ουσιαστικοποιημένο επίθετο, παράγωγο της γλίτσας. Σημαίνει είτε τον άπλυτο/βρωμύλο, είτε τον γυμνοσάλιαγκα/σφουγγοκωλάριο, αυτόν δηλαδή που κολακεύει απροκάλυπτα, με αηδιαστικό τρόπο.

  1. - Πω ρε φίλε μπόχα... Τι γλίτσης ήταν αυτός που πέρασε;!
    - ...
    - Τι έπαθες;
    - Κρατούσα την ανάσα μου μέχρι να περάσει η βρώμα... Παλιό κόλπο!

  2. - Πάλι γλείφει τον διευθυντή αυτός ο σιχαμένος; Τι γλίτσης θεέ μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που κάνει καμάκι με γλοιώδη τρόπο, δεν κατανοεί την άρνηση και γενικότερα προκαλεί μια απέχθεια.

- Ο ... πάλι μου την έπεσε προχτές και άρχισε να με στριμώχνει.
- Και εμένα! Τελικά είναι πολύ γλίτσης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified