Ουσιαστικοποιημένο επίθετο, παράγωγο της γλίτσας. Σημαίνει είτε τον άπλυτο/βρωμύλο, είτε τον γυμνοσάλιαγκα/σφουγγοκωλάριο, αυτόν δηλαδή που κολακεύει απροκάλυπτα, με αηδιαστικό τρόπο.
- Πω ρε φίλε μπόχα... Τι γλίτσης ήταν αυτός που πέρασε;!
- ...
- Τι έπαθες;
- Κρατούσα την ανάσα μου μέχρι να περάσει η βρώμα... Παλιό κόλπο!- Πάλι γλείφει τον διευθυντή αυτός ο σιχαμένος; Τι γλίτσης θεέ μου!