Τουλούμπατζης ή τουλουμπατζής, από το τουρκικό Tulumbaji, πυροσβέστης (αντλιωρός). Χρησιμοποιείται υποτιμητικά και ως τουλούμπας και σημαίνει τον τεμπέλη, ή τον βλάκα.

Βρε καλώς τον τουλούμπατζη! Που χάθηκες παιχταρά μου;

Got a better definition? Add it!

Published