Χρεώνομαι (ρ.), παρ. Ρεστάριζα, αόρ. Ρεστάρησα παράγ. Ρέστος (ούσ) χρεωμένος
Όλο στο ρεστάρισμα είσαι ρε αδελφάκι μου! = χρωστάς συνέχεια
Είμαι από ψες ρέστος= χρωστάω από χτες
Χρεώνομαι (ρ.), παρ. Ρεστάριζα, αόρ. Ρεστάρησα παράγ. Ρέστος (ούσ) χρεωμένος
Όλο στο ρεστάρισμα είσαι ρε αδελφάκι μου! = χρωστάς συνέχεια
Είμαι από ψες ρέστος= χρωστάω από χτες
Got a better definition? Add it!
Published