Η φανέλα που φοράς κάτω από το πουκάμισο ή το t-shirt και την χρησιμοποιείς για να σκουπίσεις τα υπολείμματα ούρων από το πέος, τα οποία δε φεύγουν ποτέ όσο και να το τινάξεις. Χρησιμοποιείται αντί του κωλόχαρτου αν δεν υπάρχει ή ενίοτε προτιμάται του κωλόχαρτου, καθώς δεν ελοχεύει ο κίνδυνος διαμοιρασμού των ούρων, που μπορεί να θεωρηθεί ως μια ήπια μορφή έμμεσου ομοφυλοφιλικού σεξ.

Μαλάκες πήγα για κατούρημα και δεν είχε χαρτί, ευτυχώς φορούσα την κατουροφανέλα.

(Φίλος κουλός) Που λέτε, τώρα που μαθαίνω να ζω με ένα χέρι, πραγματικά πιστεύω ότι η κατουροφανελα έχει να δώσει πολλά.

Got a better definition? Add it!

Published