ουσ. θηλ. -(η) αμουέρτα
επιρρ. -αμουέρτε

Αναρριχητική σλανγκιά, που μεταξύ αναρριχητών χρησιμοποιείται και στην καθημερινή ζωή.
Από το ισπανικό a muerte (ως το θάνατο), συνηθισμένη κραυγή εμψύχωσης προς αναρριχητή που τα δίνει όλα στην προσπάθεια. Παλιά που οι εξελίξεις στην αναρρίχηση συνέβαιναν συνήθως στη Γαλλία, το αντίστοιχο επιφώνημα ήταν το "Allez!" (αλέ).

Ως επίρρημα, κάνω κάτι αμουέρτε σημαίνει "στα κόκκινα", χωρίς φόβο ή σκέψη για το αύριο.

Καλά, ήρθες από Πάτρα σε μιάμιση ώρα; Αμουέρτε το πήγες;

Ως ουσιαστικό, η ενέργεια που γίνεται αμουέρτε.

  1. Θα ξεκουραστώ ένα τεταρτάκι, θα δώσω μια αμουέρτα και ο'τι γίνει.
  2. Το taping δεν είναι πανάκεια, αλλά μπορεί να σου δώσει τις μια-δυο αμουέρτες που χρειάζεσαι για να στείλεις τη διαδρομή.

Got a better definition? Add it!

Published