Αποτελεί έργο όχι σημαντικό και πιθανώς γίνεται – ολοκληρώνεται καταναγκαστικά, χωρίς δηλαδή να το θέλει ο κύριος του έργου ή ακόμα και αυτός που το υλοποιεί. Παλαιότερα τα πάρεργα δινόντουσαν για υλοποίηση σε υπαλλήλους/εργαζόμενους χαμηλότερης διοικητικά-μορφωτικά, κατάστασης αφού εξ’ ορισμού αποτελούσαν «αναγκαστικές αγγαρείες».

Δεν με νοιάζει τι κάνει ο τάδε προϊστάμενος, αυτό που κάνει αποτελεί πάρεργο για την εταιρεία.

Δεν μπορεί να καταλάβει ότι ασχολείται με πάρεργο, τόσο βλάκας είναι.

Του έλεγα ότι κάνει πάρεργο αλλά αυτός το είχε πάρει πολύ θερμά. Δεν έχει καταλάβει ακόμα ότι οι ΔΧ είναι πάρεργο του Κ/λογίου.

Got a better definition? Add it!

Published