Εκ του τέπο.

Η πράξη του τέπειν.

Όταν ακυρώνεις μία κατάσταση είτε εκ των προτέρων είτε κατά την διάρκεια αυτής. Κλίνεται κατά το ρήμα τέρπω.

-Θα έρθει ο Μήτσος;
-Μπα, τέπει σήμερα

Πήγα στο πάρτι χτες αλλά ήταν σώτα και έτεψα γρήγορα

Got a better definition? Add it!

Published