Σύνθετη λέξη προερχόμενη (προφ) από τις λέξεις "τσούλα" και "άνδρας". Εξίσου -ίσως και περισσότερο- υποτιμητικό από την αντίστοιχη λέξη στο θηλυκό, σημαίνει όμως ακριβώς το ίδιο: ο άνδρας που κάνει σεξ με πολλές γυναίκες, σκοπεύοντας σε άλλου τύπου απολαβές (συνήθως οικονομικής φύσεως) πέραν της καύλας και της σεξουαλικής ικανοποίησης.
Παράδειγμα: -Θυμάσαι που ο Πέτρος με παράτησε γιατί δεν ήθελε σχέση; Ε, τώρα τα έφτιαξε με μια εξηντάρα πάμπλουτη, που τον σπίτωσε. -Τι τσούλανδρος ρε φιλενάδα είν' τούτος; Τζάμπα τα κλάματα που έριξες για πάρτη του.