Ο διαμεσολαβητής σε εμπόριο ουσιών, το βαποράκι, ο ντήλερ.

Προέρχεται από τη λέξη ντη-λέρι.

Ο Μήτσος είχε στεγνώσει τελείως, γυρνούσε κι έψαχνε παντού για μανταμίτσες. Από την ώρα που έσκασε το λέρι ο Κωστής γυρνούσε όλο το βράδυ με μια πορτοκαλάδα στο χέρι το λιωσίδι.

Got a better definition? Add it!

Published