dt, τo απειροελάχιστο διάστημα χρόνου, πολύ γρήγορα (προφέρεται: «ντε-τε»).
Εξαφανίστηκε σε ντε-τε. Δεν πρόλαβα να τον ρωτήσω πού θα πάει.
dt, τo απειροελάχιστο διάστημα χρόνου, πολύ γρήγορα (προφέρεται: «ντε-τε»).
Εξαφανίστηκε σε ντε-τε. Δεν πρόλαβα να τον ρωτήσω πού θα πάει.
Βλ. και καρφί, πατ-κιουτ, στο καπάκι, σούμπιτος / σούμπιντος, ο, σφαιράδην, τσακ-μπαμ, στο πιτς-φιτίλι
Got a better definition? Add it!