Σλανγκιὰ παλαιᾶς κοπῆς, ἐν χρήσει στὸ ΕΜΚ* καὶ στὸ ΕΜΠ** τὴ δεκαετία τοῦ 1970. Σημαίνει βλέπω κρυφὰ

Α. τὰ φύλλα τοῦ ἀντιπάλου στὴ χαρτοπαιξία

Β. τὸ βιβλίο, τὸ γραπτὸ τοῦ συμφοιτητῆ, ἢ τὸ σκονάκι στὶς ἐξετάσεις.

Ἑτυμολογία: ἀπὸ τὸ μπανίζω καὶ τὸ μπαγιόκο. Λεξικὸς συμφυρμὸς, κατὰ τὸν Νῖκο Σαραντᾶκο.

Γιὰ τὸ μπαγιόκο δὲς ἐδῶ κι ἐδῶ

*ΕΜΚ: Τὸ καφενεῖο "Μετσόβιο", φοιτητικὸ στέκι, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν πλαϊνὴ εἴσοδο τοῦ Πολυτεχνείου στὴ Στουρνάρα. Ὁ Τάσος, ὁ καφετζῆς τῆς δεκαετίας τοῦ 70, ἀπαντοῦσε στὸ τηλέφωνο λέγοντας:

"Ἐδῶ Ἐθνικὸ Μετσόβιο Καφενεῖο".

**ΕΜΠ: Τὸ Ἐθνικὸ Μετσόβιο Πολυτεχνεῖο, φυσικά.

Α. Μαλάκα, ἔτσι καὶ ξανακάνεις μπανιόκο στὰ φύλλα μου, κομμένη ἡ παρτίδα.

Β. -Πῶς τὰ κατάφερες καὶ πέρασες τὸ μάθημα χωρὶς διάβασμα.

-Νά ᾿ναι καλὰ ὁ Κυριᾶκος ποὺ μ᾿ ἄφησε κι ἔκανα μπανιόκο στὸ γραπτό του

Got a better definition? Add it!

Published