Τουρκικό. Kopuk σημαίνει κομμένος, άχρηστος. Ο άχρηστος άνθρωπος, ο τεμπέλης που γυρνάει από εδώ και από εκεί χωρίς να κάνει κάτι χρήσιμο.

Παράδειγμα: "Μεγάλο κοπούκι ο ψηλός! Όλη μέρα στη γύρα κι από δουλειά μηδέν!"

Got a better definition? Add it!

Published