Μαζέτα, ή τριαντενή μαζέττα , ορίζεται ως ο/η δωροδοκημένος/η, ή ο/η ψεύτης/τρα , ή ο/η πονηρός/η. Προέρχεται απο την λέξη ιταλική mazzetta , που σημαίνει δωροδοκία. Συνήθως χρησιμοποιείται στον Ιαλυσό, μία πόλη του νησιού της Ρόδου, για να χαρακτηρήσει αυτόν που έχει δωροδοκηθεί, ή που λέει ψεμματα με κάποιον απώτερο σκοπό. Επίσης ως μαζέτα ή τριαντενή μαζέτα ( σ.σ Τριάντα = Ιαλυσός ), μπορεί να χαρακτηρισθεί και ο παπατζής

- Εμένα ο ξάδερφος μου δουλεύει στην ΝΑΣΑ

- Άντε μωρη τριαντενή μαζέτα στρίβε απο εδώ

Got a better definition? Add it!

Published