Άτομο που επιδίδεται συχνά στην πράξη του σάπινγκ.
Ο τύπος την άραξε σε μιά καρέκλα σε όλο το γλέντι και δεν κουνήθηκε καθόλου. Μιλάμε για τεράστιο σάπιλ..
σαπίδι, το
Καραφλοσαπίλος (ή Καραφλοσάπιλ), ο
Got a better definition? Add it!
Published 2022-03-26 03:04:14+00:00 Last modified 2022-03-26 03:10:34+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.