Ρήμα,>πουτσα,(-ώνω),τρώω κάτι με πολλή όρεξη, συνήθως ψωμοειδές, συνώνυμο : ντερλικώνω,χλαπακιάζω, καταβροχθίζω

Δες τον Μάκη ρε, δεν πεινούσε αλλά δυο πιτόγυρα μια χαρά τα πούτσωσε.

Πωωωω τι σαντουιτσάρα είναι αυτή, φέρ'την εδώ να την πουτσώσω.

Got a better definition? Add it!

Published