Όταν κάποιος ανασκουμπωνεται, δλδ στρώνει τα ρούχα του ώστε να μην φανεί κάτι απρεπες ή να φτιάξει ένα άβολο ρούχο. Μεταφορικα σημαίνει ότι κάποιος χρειάζεται να "μαζευτεί", να είναι λίγο πιο κόσμιος.

" Πω είχε και κωλαρα και έκανε και adjust τον στρινγκο της όταν περνουσε. Καυλα"

"Η μαμά μου έλεγε παντα ότι μια κυρια πρεπει να κάνει adjust το στρινγκο της ακόμα κι όταν είναι εκνευρισμένη με μια κατάσταση"

"Είμαστε chill εδω, δεν χρειάζεται να κάνεις adjust τον στρινγκο σου"

Got a better definition? Add it!

Published