Άντρας ή γυναίκα που παίζει, βλέπει, η γενικώς σχετίζεται με πορνογραφικό υλικό (τσόντες)
- Μου δειχνε μαλάκα χθες ο Θέμης κάτι τσόντες με κάτι καυλιά πέντε μέτρα - Είναι ένας τσοντιάρης αυτόος...
Άντρας ή γυναίκα που παίζει, βλέπει, η γενικώς σχετίζεται με πορνογραφικό υλικό (τσόντες)
- Μου δειχνε μαλάκα χθες ο Θέμης κάτι τσόντες με κάτι καυλιά πέντε μέτρα - Είναι ένας τσοντιάρης αυτόος...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified