Λελέτα, η (ουσ.). Η τσιγκολελέτα σε πρώιμη μορφή, πρωτού υποστεί επεξεργασία γαλβανισμού.
- Εφαγε τα νιάτα του ο Ιγνάτιος στα ορυχεία της Ροδεσίας. - Ναι, ο δύσμοιρος. Καθαρή λελέτα πάντως δεν κατάφερε να βρει.
Got a better definition? Add it!
Published 2022-12-17 19:31:05+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.