Λελέτα, η (ουσ.). Η τσιγκολελέτα σε πρώιμη μορφή, πρωτού υποστεί επεξεργασία γαλβανισμού.

- Εφαγε τα νιάτα του ο Ιγνάτιος στα ορυχεία της Ροδεσίας.
- Ναι, ο δύσμοιρος. Καθαρή λελέτα πάντως δεν κατάφερε να βρει.

Got a better definition? Add it!

Published

Καβλόρδα, η (ουσ.). Η ξαφνική υπέρτατη πείνα που κυριεύει ένα θηλαστικό μόλις αντικρύσει ή συλλογισθεί τον πραγματικό ή δυνητικό ή φανταστικό σύντροφό του. Η παρουσία φαγητού είναι προαιρετική.

- Παίρνω άδεια από τη μονάδα, γιατί τρεις μήνες είχα να τη δω. Μου γύρισε το μάτι από την καβλόρδα. Δεν ήξερα αν ήθελα να την πηδήξω ή να τη φάω.

- Και σκάει η Βεατρίκη με χειροπέδες και νουτέλα.
- Πω ρε φίλε, καβλόρδα!

- Έβλεπα στον ύπνο μου τη Λέα Σεϊντού να τρώει παγωτό ξυλάκι και με είχε πιάσει μια καβλόρδα, πού να στα λέω.

Got a better definition? Add it!

Published

Πνευμετικός, ο (ουσ.). Ο ιερέας με κυριαρχικές τάσεις, δογματικές απόψεις και παιδοφιλικές αναζητήσεις.

- Να σας γνωρίσω τον Πάτερ Ιερόκαυλο, τον πνευμετικό μου.

Got a better definition? Add it!

Published

Καημενομανούλα, η (ουσ.). Η μητέρα που παρεξηγείται με ό,τι λες για θηλασμό, καισαρική, σωστό φαγητό, γιατί το παίρνει προσωπικά. (credit: evasive muse)

- Και με αρχίζει η Ναστάζια στις γνωστές μαλακίες: "Εγώ, δηλαδή δεν είμαι καλή μανούλα που δε θήλασα; Αφού μου κόπηκε το γαλα από μάτι. Η κάθε μανούλα κάνει το καλύτερο για το παιδάκι της".

- Τί να της πεις και συ της καημενομανούλας;

Got a better definition? Add it!

Published

Σκονογαλού, η (ουσ.). Η μητέρα που είναι πορωμένη με τη φόρμουλα, η οποία επιμένει πως είναι καλύτερη από το θηλασμό. (credit: evasive muse)

-Κάτσε να δώσω λίγο βυζί στη μπουμπού στο παγκάκι, πριν σκάσει μύτη η Φρώσω με τα ψηλοτάκουνα και το Στόκκε.

- Α, την ξέρω, τρελή σκονογαλού η τύπισσα.

Got a better definition? Add it!

Published

Τηλεπλουμπιά, η (ουσ.). Η προαναγγελία τηλεφωνικής επικοινωνίας κατά την οποία ο αναγγέλων ειδοποιεί το συνομιλητή του για την επερχόμενη επικοινωνία επίσης τηλεφωνικά.

- Έλα, σε κλείνω. Έχω άλλη γραμμή.
- Ωπ, έγινε κάτι;
- Όχι, μάλλον ο Γιάννης παίρνει να μου πει ότι θα με ξαναπάρει.
- Σε έχει ταράξει στην τηλεπλουμπιά σήμερα.

Got a better definition? Add it!

Published

Πλουμπιά, η (ουσ.). Η αίτηση ή/και λήψη μονοημέρου κανονικής αδείας της οποίας δεν προηγείται ή έπεται σαββατοκύριακο ή αργία.

- Τι έγινε, πάλι λείπει ο Γιάννης;
- Ναι, πήρε άδεια.
- Ώπα, καλή φάση. Το έκανε πενταήμερο, ε;
- Όχι, μόνο σήμερα, Τρίτη, πήρε.
- Α, μάλιστα. Πάλι πλουμπιά ξηγήθηκε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified