Υγρό απροσδιόριστης σύστασης και αμφίβολης ποιότητας και αποτελεσματικότητας σε σχέση με ό,τι πλασάρεται πως είναι.

  1. Έχεις δει τους Κινέζους που πίνουν τσιτσιμούσι από το σακουλάκι;
  2. Μού έριξε ένα τσιτσιμούσι στη μηχανή και μού είπε πως αυτό θα γεμίσει τα κρακ
  3. Τί χυμός και παπαριές με ένα ευρώ το πεντόλιτρο; Τσιτσιμούσι είναι!

Got a better definition? Add it!

Published