Υγρό απροσδιόριστης σύστασης και αμφίβολης ποιότητας και αποτελεσματικότητας σε σχέση με ό,τι πλασάρεται πως είναι.

  1. Έχεις δει τους Κινέζους που πίνουν τσιτσιμούσι από το σακουλάκι;
  2. Μού έριξε ένα τσιτσιμούσι στη μηχανή και μού είπε πως αυτό θα γεμίσει τα κρακ
  3. Τί χυμός και παπαριές με ένα ευρώ το πεντόλιτρο; Τσιτσιμούσι είναι!

Got a better definition? Add it!

Published

Στα Χιώτικα, αυτός που διατηρεί μιά κάποια υγρασία, νωπός, που δεν έχει στεγνώσει τελείως. Συνήθως για ρούχα απλωμένα αλλά όχι μόνο. (Αγνοώ τόσο την ετυμολογία, όσο και την ορθογραφία γιατί μόνο ακουστά την έχω και όχι κάπου γραμμένη. Όποιος μπορεί ας με φωτίσει...)

-Αφού ημάζωξες που ημάζωξες τα ρούχα, το τζίν σου πως τ' άφηκες στα σκοινιά;

-Ήτανε απλωμένο στα πιό σκεπά κι είναι ήμουδο. Α τ' αφήκω καμιάν ώρα να το βαρέσει ο ήγιος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα Χιώτικα η (συνήθως χειροποίητη) σβούρα.

Απο πού και πώς δεν ξέρω... και δεν το έχω ακούσει κι αλλού (πάσα βοήθεια δεκτή)

Πλανόδιος πωλητής, με το γά(ι)δαρο γύριζε τα χωριά, back in the days, διαλαλώντας: - Ζβίνν... ζβίνν... Αζγαβααάδες και γαιτάνια... (=Σβούρες και κορδέλες)

Got a better definition? Add it!

Published

Μια λέξη που ήρθε από την Άπω-Ανατολή με τους ναυτικούς.

Σημαίνει εκεί την προϊσταμένη, μαντάμα, πατρόνα οίκου ανοχής (μπουρδέλου), κωλόμπαρου κλπ με περισσότερες από μία κοπέλες. Κατά τα λεξικά, (Βίκη, Urban, Oxford κ.ά.π.) προήλθε από τους Αμερικάνους στρατιώτες στην Ιαπωνία μετά τον Β΄ΠΠ παντρεύοντας το mama- με το Ιαπωνικό τιμητικό επίθεμα -san για να γίνει mama-san και από κει να εξαπλωθεί σε όλη την Ανατολική Ασία (όπου είχε λιμάνια και στρατόπεδα).

Η μαμασά μπορεί να εκδίδεται, μπορεί και όχι. Μπορεί να περιορίζεται σε κονσομασιόν (πολύ ακριβά πληρωμένη). Στην Ταϊλάνδη, το λειτούργημα μπορεί να το εξασκεί και ladyboy.

Στο Βιετνάμ σήμαινε και τις γυναίκες που έπαιρναν τα άπλυτα των στρατιωτών.

Αλλού τις οικιακές βοηθούς.

Σε περιοχές με ναυτικούς (υβριστικά) και όποια μεσήλικη θέλει να κάνει κουμάντα - ιδίως εκεί που δεν την σπέρνουν-.

Σήμερα υπάρχουν εστιατόρια Mama-san με εξωτικά απω-ανατολίτικα φαγητά με «μαμαδίστικη» φροντίδα και βραβεία κλπ κλπ . O tempora O mores!

- Είπαμε να τις πάρουμε και να πάμε σε κάνα ξενοδοχείο και πετιέται η μαμασά και λέει «Όχι! Θα πάρετε άλλα δυό μπουκάλια ουίσκι και μετά θα πάτε στο ξενοδοχείο απέναντι».

- Και τι κάνατε;

- Τι άλλο να κάνουμε; Τσαμπουκάδες στη μαμασά; Θες να σε βρούνε -αν σε βρούνε κιόλας- το πρωί στο χαντάκι να βόσκουνε οι σκύλοι τ’ άντερά σου;

σλανγκασίστ Donmhtsos

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πατσούνι, του οποίου την ετυμολογία αγνοώ, ήταν μια μικρασιατική πρακτική "ιατρική" μέθοδος πρόληψης της αμυγδαλίτιδας.

Όταν γεννιόταν το παιδί και πριν σαραντίσει, μιά έμπειρη γυναίκα έβαζε τα δάχτυλα μέσα στο λαιμό του και του "πατούσε" τις αμυγδαλές που πήγαιναν στην άκρη (ίσως και να πλακούτσωναν ή να ψιλοατροφούσαν) οπότε μεγαλώνοντας το παιδί δεν επρόκειτο να του ερεθιστούν με τις γνωστές συνέπειες (πόνοι, πρήξιμο, πύον πυρετός κλπ). Αυτό βέβαια ακύρωνε το λόγο της παρουσίας τους εκεί αλλά ποιος τον ήξερε τότε ενώ τις συνέπειες του ερεθισμού τους όλοι ήθελαν να τις αποφύγουν.

Οι περί τα ιατρικά αλλά και οι περί τα γλωσσικά γνώστες ας συνδράμουν.

Εμένα δε με ενόχλησαν πότε τα λαιμά μου, παρόλο που τους έδωσα πολλές ευκαιρίες, γιατί όταν ήμουνα μωρό ασαράντιστο μου έκανε η γιαγιά μου το πατσούνι και τις πήγε στην πάντα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιλέγω με στρίψιμο νομίσματος (κορώνα - γράμματα). Παλιά έκφραση σε παιδικά παιχνίδια (κυρίως).

Α. Εσείς θα κάτσετε μάνα.

Β. Να το κορωνίσουμε!

(Βγάζει ένα κέρμα απο την τσεπη του, το δείχνει μπρος πίσω, το στερεώνει σε αντίχειρα και δείκτη και πρίν το πετάξει στον αέρα ρωτά:)

Κορώνα γιά λεφτά; (αυτό που αργότερα κι απο την τηλεόραση έμαθα πως λέγεται "Γράμματα ή κεφαλή")

Α. Λεφτά! ... Φτου! ...κορώνα ήρτενε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

μέκι (το)

Το μερτικό, το μερίδιο, το αναλογούν ποσοστό (σε οτιδήποτε). Συντάσσεται συνήθως με αιτιατική προσ. αντωνυμίας.

Λέξη σε χρήση (στη Χίο αλλά και από πρόσφυγες) παλιότερα μέχρι και τα '80ς, της οποίας αγνοώ την ετυμολογία.

Είχε στο μέκι του το χωραφάκι με το αποθηκάκι του (κληρονομιά).

Μπήκε στην κουζίνα, άρπαξε ένα κομμάτι πίτα λέγοντας "το μέκι μου" κι έφυγε...

Πήραν τα κλεψιμέικα και πήγαν να τα κόψουν μέκια (να τα μοιράσουν σε μέρη ανάλογα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

χωματερό (μηχανάκι), χωματερός (αναβάτης)

Γύρω στα '70ς, '80ς αποκαλούνταν χωματερά τα μοτο-κρός, εντούρο, on-off μηχανάκια, όσα δλδ ένοιωθαν πιό άνετα στο χώμα παρά στην άσφαλτο και αντίστοιχα οι οδηγοί τους χωματεροί.

- Είχα μπροστά μου στο φανάρι δυο χωματερά, ότι που κατεβήκαν από το βουνό και με το που ανάβει το πράσινο ξεκολλάνε τσίτα και μου γεμίσανε το παρμπρίζ λάσπες από τα πίσω λάστιχα. Καλά που δεν είχε και κανένα πετραδάκι, θα μου τό 'σπαγαν κι άντε να τους βρεις...

- Γιατί πήρε καθαρόαιμο, χωματερός είναι;
- Όχι μωρέ, για να κάνει σούζες τόχει.

Επίσης δε, τα λάστιχα για χώμα σε αντιδιαστολή με τα ασφάλτινα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλο ένα σχόλιο πού έγινε λήμμα

Μικρασιάτικο μαντζούνι (αν και δεν πινόταν) για την ωτίτιδα.

Την έφτιαχνε κι η γιαγιά μου. Έσκαβε στην αυλή ή σε χωράφι να βρει φωλιές από ποντίκια με νεογέννητα (που είναι ροζ ακόμα, με μαλακό δέρμα, και θυμίζουν μικροσκοπικά γουρουνάκια με τα δύο παράλληλα ρουθούνια), τα μάζευε και τα έβαζε σ' ένα εικοσιπενταράκι (μπουκαλάκι 25 δραμιών= 80 γρμ) με λάδι και τα έβαζε δίπλα στο καντήλι για καμιά 40ριά μέρες (έπαιζε και η «μαγική» σημασία των 40 ημερών, έπαιζε και το αγιωτικό του καντηλιού ) μέχρι που και με τη βοήθεια της ζέστης του καντηλιού έλιωναν και γίνονταν όλο μαζί ένας πολτός και ήταν γιατρικό για την ωτίτιδα με άριστα αποτελέσματα (ισχυρίζεται η μάνα μου). Λένε πως ερχόταν και της τηνε γυρεύανε να στάξουνε στα πονεμένα αυτάκια των παιδακιών.

Τί φάρμακα και γιατροί και αηδίες... Δεν του στάζεις λιγάκι ποντικαλοιφή να του περάσει μέχρι αύριο... το πουλάκι μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

πασπάλι (το), πασπάλια (τα), πασπάλα (η)

Κατόπιν προτροπής Khan συνδύασα-συμπλήρωσα ορισμούς από πασπάλα, τρίμα συμπεριλαμβάνοντας και στοιχεία από τα σχόλια.


Κυριολ.: Πολύ λεπτή σκόνη , πούδρα, άχνη, πολύ ψιλό αλεύρι, που επικάθεται. Βλέπε και «πασπαλίζω». Από το αρχαίο πασπάλη (Βλέπε και το σχεδόν συνώνυμο παιπάλη).

Παράγωγα: πάσπαρος (= χώμα, σκόνη) και πασπαρίτης (ο καμπίσιος στην Κρήτη), Πάσπαργο(ς) = ένα νησάκι ανάμεσα Χίο και Τουρκία που φαίνεται θολό σαν σκονισμένο (Ιστορία της Χίου Γ. Ζολώτα 1905) κι άλλα που δεν τα ξέρω. (έχει και λεξικά).

Σλανγκικώς:

Α. Το τρίμμα, η σκόνη από τη φούντα που μένει σαν κατακάθι στη συσκευασία. Χαμηλής ποιότητας σε σχέση με τον ατόφιο παπά, περιέχει τρίμματα από φύλλα και κλαδάκια, σποράκια, σκουπιδάκια κλπ.(1) το κανναβικό αντίστοιχο του σώσματος στο κρασί (θολό, με γύψο κλπ) παράγοντες πονοκέφαλου και τα δύο.

Β. Παλιοκαιρίστικια κουβέντα για το γαμήσι (ίσως από την παλινδρόμηση όπως στο πασπάλισμα ή από την επικονίαση??)

(1) Επειδή στον ορισμό πασπάλα αναφέρεται ως η καλύτερη ποιότητα χόρτου ενώ παντού αλλού σημαίνει τη μούφα φούντα πρέπει να αναφερθεί ότι στην παραδοσιακή παρασκευή χασίς από τη φούντα, στο στάδιο που κρεμούσαν τα δενδρύλλια ανάποδα για να ξεραθούν (ή για να «κατέβουν τα λάδια») σε συνθήκες ελεγχόμενης υγρασίας, το πασπάλι που μαζεύονταν από κάτω, που ήταν τα τρίμματα των ανθών και φυλλιδίων του παπά, έδινε την άριστη ποιότητα χασίς (κολλούσε από μόνο του στα χέρια και τρίβοντάς τα μεταξύ τους, έπαιρνες καϊνάρι σε μακαρόνι).

Ορισμοί από Eazy και Titsunited, σχόλια από Zentai,Patsis, ΜΧΣ, Deinosavros, Betatzis, Hodjas, Khan Παραθέτω τα παραδείγματα των άνω ορισμών:

1-ΕΥΓΕΝΙΟΣ: -Σου δίνω gameboy colour. Πόσο παίρνω;

ΓΥΦΤΟΣ: -Σου γεμίζω τη σακούλα και έφυγες.

Μετά από πέντε λεπτά ο γύφτος σηκώνει την σακούλα και αναφωνεί: -ΠΑΣΠΑΛΑ ΠΑΣΠΑΛΑ ΣΟΥ ΔΙΝΩ ΠΙΤΣΙΡΙΚΑ!

Το θύμα αποχωρεί χαρούμενο απο το τσαντήρι με τη σακούλα γεμάτη τρίμματα.

2-Ρε μαλάκα, παπάδι θέλω οχι τρίμα. Έλεος με τον άμπαλο που μπλέξαμε να ψωνίσουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified