Η σωματική και ψυχική δύναμη, η αντοχή (< ανακαρώνω + -α (αναδρομικός σχηματισμός) < ανα- + καρώνω < αρχαίο ελληνικό καρόω < κάρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα **ḱrhesn*.
Αληθινά, στο δεξί φρύδι του δρόμου ήταν ένα παλιάλογο και κοντά ένας ξερακιανός χωριάτης κρατούσε το χαλινάρι του. Μα το ζώο είχε τέτοιο χάλι, που μολογούσε ότι κι ελεύθερο αν μείνει, ανάκαρα δεν έχει να κινηθεί. (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Η Σμυρνιά).