Στο ιδιόλεκτο του αθλητικογράφου Γιώργου Γεωργίου σημαίνει σιωπή, σκασμός, όπως το μόκο που πιθανόν ετυμολογείται από παλιές (μη υφιστάμενες πλέον) έννοιες των ιταλικών λέξεων moccio (βουβός) ή moco (τίποτα). Ο Ηλίας Πετρόπουλος το περιλαμβάνει και στα καλιαρντά με την ίδια σημασία.

Φάγατε το γκολάκι και μόκολα τώρα!

Got a better definition? Add it!

Published