Συναντάται και ως Δώγκανος: ατσούμπαλος-αποχαυνωμένος, τύπος που κάνει ζημιές όλη την ώρα.

Ουσιαστικό: δωγκιά.

(Ο Χάρης περνάει να πάει να κατουρήσει και ρίχνει όλα τα τασάκια κάτω)
- Α ρε Χάρη, την έκανες την δωγκιά σου πάλι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified