Κομφετί = διάρροια, κόψιμο.
- Πώπω μάγκα, με πήγε κομφετί.
- Άσε ρε φίλε, πολύ κωλοκατάσταση...
Κομφετί = διάρροια, κόψιμο.
- Πώπω μάγκα, με πήγε κομφετί.
- Άσε ρε φίλε, πολύ κωλοκατάσταση...
Πολλά μαζί: αίμα, αίμα και πανί (με πήγε), εκδίκηση του Μοντεζούμα, ήρθε ο κινέζος, κολιάντζα, κολούμπρα, κομφετί, με κυνηγάει ζαρκάδι, με πάει αίμα, με πάει ζάρι, με πάει μαρούλι, με πάει μίλκο, με πάει Πάτρα Καλαμάτα, με πάει σερπαντίνα, με παει τσιλιό, με πάει τσιμέντο, τσίρλα, τσιρλίντινγκ, πρωκτοζούμι, σουλγκάνι, σπρέι, τσαπαρτάπαρ, τσιρλιπιπί, τσιρλονέρι
Got a better definition? Add it!