Κυριολεκτικά, ο τρελός. Μεταφορικά χρησιμοποιείται γι' αυτόν που συμπεριφέρεται σαν τρελός, αντιδρώντας υπερβολικά και απρόβλεπτα.

  1. - Ρε μην πολυαντιμιλάς στην Εύα... Είναι ψυχάκι, παίρνει φάρμακα!

  2. - Δεν φτάνει που μείναμε από λάστιχο και χωρίς ρεζέρβα μέσα στο πουτσόκρυο, αυτοί οι ψυχάκηδες πήραν έναν κουβά και μάζευαν χιόνι για να φτιάξουνε ψωλάνθρωπο!

Ψυχάκιας! (από Vrastaman, 15/09/08)Psycho 2 (από Vrastaman, 15/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified