Από τις λέξεις νεολαία και λέρα. Χρησιμοποιείται από τους ίδιους τους παραστρατημένους νεανίες, οι οποίοι καμαρώνουν μεταξύ τους για την κατάντια και την παρακμή τους (βλ. τσιγάρα, ποτά, ξενύχτια, μπάφους, παρτούζες κτλ.)...

- Πω ρε φίλε, αυτές τις μέρες έχω λιώσει στα ξύδια και στους μπάφους!
- Α ρε νεολέρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified