Στη γηπεδική διάλεκτο χρησιμοποιείται όταν σε επεισόδια το ένα «στρατόπεδο» τρέπεται σε φυγή και οι «αντίπαλοι» τους κυνηγούν.

- Όπως γυρνούσαμε από γήπεδο, μας την είχαν στήσει κάτι γαύροι στην Κηφισίας.
- Όντως; Τι παίχτηκε;
- Τι να παιχτεί ρε; Τους ρίξαμε τρελό τρέξιμο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο στρατό, όταν κάποιος φαντάρος είναι σε διαρκή πίεση και κάνει διαρκώς αγγαρείες.

Τον λυπάμαι τον Γεωργίου, από τον καιρό που ήρθε στη μονάδα τον έχουν συνέχεια στο τρέξιμο.

Δες και τρέχω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified