Απορρίπτω, φτύνω κάποιον. Ο παθητικός τύπος είναι τρώω άκυρο.

  1. - Τι έγινε ρε με το γκομενάκι που σε είχε πάρει τηλέφωνο; Βγήκατε;
    - Άσε ρε, μου έριξε άκυρο! Λέει ότι δεν μπορεί γιατί το πήρε χαμπάρι ο γκόμενός της και παπαριές μανίτσα μου...

  2. - Τι έγινε με αυτήν από τη δουλειά σου που γουστάρεις; Της είπες να βγείτε;
    - Όχι ρε, φοβάμαι μην φάω άκυρο...

Δες ακόμη: άκυρο, ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified