(από το αγγλικό touch) Επαφή σεξουαλικού χαρακτήρα.
- Συναντηθήκαμε απογευματάκι, αλλά το τατσικό έγινε χαράματα.
(από το αγγλικό touch) Επαφή σεξουαλικού χαρακτήρα.
- Συναντηθήκαμε απογευματάκι, αλλά το τατσικό έγινε χαράματα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified