Από το αγγλικό disco ball: η ασημένια μπάλα (ψηφιδωτή με καθρεφτάκια) που έγινε πολύ της μόδας στα 70s-80s. Ήταν κρεμασμένη πάνω από τις πίστες των ντισκοτέκ και περιστρεφόταν με έναν ειδικό μηχανισμό. Πάνω της έπεφταν προβολείς τους οποίους αντανακλούσε καλειδοσκοπικά κι έτσι γινόταν εφέ. Αποτελεί πλέον καλτ αντικείμενο και συναντάται σε διάφορους χώρους ως διακοσμητικό στοιχείο.

- Πήγαμε προχθές σ' ένα 80s πάρτι γαμάτο! Προβόλια, ντισκόμπαλα και Boney M!

(από Cunning Linguist, 30/03/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified