Γερνάω, γίνομαι πουρό (= γέρος), παρακμάζω.
- Σπιτάκι, δουλίτσα, γυναικούλα, παιδιά, πεθερικά... Πώς πουρέψαμε έτσι ρε πούστη μου;!
- Γάμησέ τα... Πού είναι οι εποχές που γαμούσαμε και δέρναμε;
Γερνάω, γίνομαι πουρό (= γέρος), παρακμάζω.
- Σπιτάκι, δουλίτσα, γυναικούλα, παιδιά, πεθερικά... Πώς πουρέψαμε έτσι ρε πούστη μου;!
- Γάμησέ τα... Πού είναι οι εποχές που γαμούσαμε και δέρναμε;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified