Ο βλάχος (με τη σημασία του αμόρφωτου επαρχιώτη) ο οποίος παράγει γαλακτοκομικά προϊόντα και δη τυριά. Χρησιμοποιείται ως υποτιμητικός χαρακτηρισμός, με σημασία απαξιωτικότερη από το κοινό βλάχος.

Βλέπε και μουρτζόβλαχος, μπαστουνόβλαχος, τυρόγαλο.

- Σε έναν μήνα γίνομαι κουμπάρα... Από αύριο αρχίζω δίαιτα!
- Δεν κατάλαβα δηλαδή, για πασαρέλα θα πας εκεί ή για να παντρέψεις τα παιδιά;
- Ε, πρέπει να είμαι όμορφη, αφού όλοι θα έρθουν να χαιρετήσουν την κουμπάρα... Θα τους γνωρίσω όλους δηλαδή... - Σιγά μωρέ τους βλάχους που θα γνωρίσεις στο χωριό που θα πας!
- Μμμ, σιγά τον πρωτευουσιάνο!
- Και βέβαια είμαι πρωτευουσιάνος, δεν είμαι τυρόβλαχος εγώ! Για συμμαζέψου μικρή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified