Γκολάρω σημαίνει βάζω γκολ (μονολεκτικά).

Ρε μαλάκα, ο Ιμπραΐμοβιτς τώρα τελευταία δεν γκολάρει συχνά. Τι έπαθε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified