Αυτός που δεν την παλεύει και προφανώς δεν ξέρει να παίζει μπάλα, δηλαδή να χειρίζεται μια κατάσταση με όρεξη, ταχύτητα και αποτελεσματικότητα.

Επίσης ο άμπαλος τις περισσότερες φορές χάνει την μπάλα και γενικώς δεν μπορεί να συντονιστεί με το περιβάλλον...

  1. - Θέλω αυτή η δουλειά να γίνει γρήγορα.. Κώστα μπορείς εσύ; - Μπα... Δεν νομίζω να προλάβω... - Καλά εσύ είσαι και άμπαλος... άλλος κανείς;

  2. - Άστο Γιάννη, παίρνω εγώ την παραγγελία. - Ναι... Μίλησε και ο άμπαλος τώρα!

-Είσαι άμπαλος! -Μήπως είσαι μαλάκας;;; (από Galadriel, 08/03/09)

Βλ. και σαπάκι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν μπορεί να παίξει μπάλα, δηλαδή να φλερτάρει με ευκολία, επαγγελματισμό και αποτέλεσμα.

  1. - Ρε είδα τον Νίκο χθες με μια κουκλάρα... - Ποιόν, τον Νίκο;... Αυτός είναι άμπαλος ρε!

  2. - Ρε συ δε με θέλει η Μαρία! - Αφού είσαι άμπαλος ρε Γιώργο...!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει από το στερητικό -α και την λέξη μπάλα... Δεν είναι αυτός που έχει χάσει την μπάλα, αλλά εκείνος που ενώ παίζει δεν την κατέχει καθόλου (δεν το ξέρει το τόπι ρε παιδί μου)... βλέπε Τάσος Πάντος.

Όταν ο Ανατολάκης προσπαθεί να βρει με μακρινή μπαλιά τον Ριβάλντο και... ξέρετε τι τελικά συμβαίνει...

Togolese defender Jean-Paul Abalo (από allivegp, 19/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified