Όρος γενικής χρήσης, συνήθως για ώριμες κυρίες, νοικοκυρές η συνταξιούχες, οι οποίες αποφάσισαν ότι το νόημα της ζωής βρίσκεται στα ταξίδια και στην τέχνη. Έτσι παίρνουν σβάρνα όλες τις πολιτικοκοινωνικές εκδηλώσεις και τρέχουν με γρουπ σε όλα τα μέρη του κόσμου. Νιώθουν ότι κάνουν κάτι πολύ σημαντικό και κατά συνέπεια αγλαϊζουν, αγλαΐζονται.

- Ήρθε η Σούλα και μου διηγήθηκε για το ταξίδι της στην Αίγυπτο. Μου είπε ότι την επηρέασαν πολύ τα μυστήρια των πυραμίδων
και ότι σίγουρα έχουν σχέση με τα ζώδια...
- Άσε μας μωρέ με την Αγλαΐτσα, να πούμε!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified