Είναι αυτός που γελάει όλη την ώρα, ο γελαστός. Χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, αλλά και ως επίθετο.

- Πολύ γελαδερό παιδί αυτός ο Γιάννης...
- Το χαμόγελο της Colgate!

Ο γελαδερός Γιάννος με το χαμόγελο της Colgate (από allivegp, 24/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published