Επίθετο με γαλλίζουσα κατάληξη. Χαρακτηρίζει πράγματα που θα ταίριαζαν με το γούστο/περιβάλλον ενός οίκου ανοχής.

  1. - Σου αρέσουν τα μαλλιά μου αγάπη μου;
    - Τι να σου πω βρε Δεσποινάκι, πολύ μπουρδελέ τά 'κανες...
    - Επίτηδες!

  2. - Είδες μπουρδελέ κόκκινο φως που έβαλα στο σαλόνι;
    - Είχες δεν είχες, έκανες ένα σπίτι μπουρδέλο!
    - Ε αφού έχω ξεμπουρδελιάνει τελείως...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified