Από την ποδοσφαιρική ορολογία. Σημαίνει ότι, όπως θα κλωτσούσα μακριά μια μπάλα, έτσι απορρίπτω/φτύνω κάποιον, του ρίχνω άκυρο. Χρησιμοποιείται τόσο για ερωτικές σχέσεις όσο και για συνεργασίες. Ο παθητικός τύπος είναι τρώω σουτ και ο μονολεκτικός σουτάρω.

  1. - Τι κάνει η δικιά σου; Πώς και δεν την έφερες μαζί;
    - Της έριξα σουτ φίλε... Πολύ μου ζάλιζε τ' αρχίδια τώρα τελευταία...

  2. - Τι λέει; Ο Ιάσονας έφαγε σουτ από το συγκρότημα;
    - Ε αφού κάθε φορά ερχότανε αδιάβαστος στην πρόβα, τι να του κάνω...

Επίσης και στο μπάσκετ - σουτ και τρίποντο (από Galadriel, 27/02/09)

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified