Η καρδάρα σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, είναι ένα μεγάλο ξύλινο ή μεταλλικό κυλινδρικό δοχείο με δύο λαβές, ή με μία ημικυκλική, που χρησιμοποιείται στο άρμεγμα για την αποθήκευση του γάλατος.

Λέξη κλειδί για το συγκεκριμένο ορισμό, είναι η λέξη μεγάλο. Έτσι η σύνθετη λέξη καρδαροκεφαλή, που προέρχεται εκ των λέξεων καρδάρα και κεφαλή, υποδηλώνει το μεγάλο κεφάλι κάποιου.

Σημείωση: 1. Η λέξη χρησιμοποιείται με στόχο την επίτευξη μεγαλύτερης εκφραστικότητας.
2. Αν ο κεφάλας τυγχάνει να κάνει κάποια απερίσκεπτη κίνηση, η εκφορά του όρου, δίνει μεγαλύτερη έμφαση στην κουταμάρα που έκανε (βλ.παράδειγμα 2).

  1. - Πω ρε πούστη, τι κεφάλι έχει αυτός; Τεράστιο, ε;
    - Πραγματική καρδαροκεφαλή!

  2. Κάποιος κεφάλας προσπαθώντας να ανέβει σε μια σκάλα για να ανεβάσει κάποια πράγματα στο πατάρι, δεν παίρνει τα κατάλληλα μέτρα, παραπατάει και πέφτει. Αργότερα η γυναίκα του, συλλογιζόμενη τη μαλακία του και τις συνέπειες της, που ήδη κι αυτή επωμίζεται, του λέει:
    - Απρόσεχτος μια ζωή... Αλλά τι περιμένεις; Καρδαροκεφαλή... μεγάλη και άδεια.

  3. (Απο forum)
    Kαλά εγώ δεν είμαι η Αμελί εκτός αν της βάλεις μούσια και γιαννιώτικη καρδαροκεφαλή.
    http://potepote.blogspot.com/2008/02/le-fabuleux-destin-damelie-poulain.html

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified